ξεροφαγία

ξεροφαγία
ξεροφαγία, η και ξεροφαγιά, η
1. γεύμα μόνο με ψωμί.
2. γεύμα με πρόχειρο φαγητό: Σήμερα περάσαμε με ξεροφαγιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεροφαγία — η βλ. ξηροφαγία …   Dictionary of Greek

  • Посты — учреждение христ. церкви, имеющее целью содействовать господству в христианине духовно нравственных стремлений над чувственными. П. существовал еще в ветхом завете. В христианстве учреждение его современно самой церкви: он основан на примере И.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • ξηροφαγία — και ξεροφαγία, η (ΑΜ ξηροφαγία) [ξηροφαγώ] πρόχειρο γεύμα με ξηρά τροφή, χωρίς μαγειρεμένα φαγητά νεοελλ. (ειδικά) διαιτητική αγωγή κατά την οποία χορηγούνται ξηρές τροφές και αποφεύγονται τα υγρά, συνήθως όταν απαιτείται ελάττωση τών υγρών τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”